Μυκονιάτης

Μυκονιάτης
ο
θηλ. -ισσα ο κάτοικος της Μυκόνου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μυκονιάτης — ο, θηλ. Μυκονιάτισσα [Μύκονος] ο κάτοικος τής Μυκόνου ή αυτός που κατάγεται από τη Μύκονο …   Dictionary of Greek

  • μυκονιάτικος — η, ο [Μυκονιάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μύκονο ή στους Μυκονιάτες ή αυτός που προέρχεται από τη Μύκονο («μυκονιάτικη κοπανιστή») …   Dictionary of Greek

  • Αγανοχωρίτης, Εμμανουήλ — Αγωνιστής του 1821. Λεγόταν και Μυκονιάτης. Καταγόταν από τους Μολάους της Λακωνίας. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”